Χαρόποιο

Χαρόποιο
Χάροπος
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαροποῖο — χαροπός fierce masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHIMAERA — I. CHIMAERA mcns Lyciae ignivomus, in cuius cacumine leones habitant: in medio autem, ubi pacuis abundat, caprae; in radicibus autem serpentes. Hinc factus fabulae locus, Chimaeram monstrum esse, quod flammas evomat, caput et pectus leonis habens …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NIREUS — Rex Naxi, Caropi et Aglaiae fil. quem omnium formosissimum ad Troiam venisse, tradit Homer. Il. β. v. 671. his vers. Νιρεὺς δ᾿ αὖ Σὐμηθεν ἄγεν τρεῖς νῆας ἐΐσας, Νιρεὺς, Ἀγλαΐης θ᾿ ὑιὸς Χάροποιό τ᾿ ἄνακτος, Νιρεὺς, ὃς κάλλιςος ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χαρωπός — ή, ό / χαρωπός, ή, όν, ΝΜΑ, και χαροπός, ή, όν, θηλ. και ός, ΜΑ 1. αυτός τού οποίου τα μάτια, το βλέμμα και η έκφραση του δηλώνουν χαρά 2. συνεκδ. εύθυμος, χαρούμενος μσν. αρχ. (κυρίως για αρπακτικά ζώα) αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια και,… …   Dictionary of Greek

  • χαροποιός — ά, ό χαρμόσυνος, αυτός που προξενεί χαρά: Έφυγε μόλις έλαβε το χαροποιό αυτό μήνυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”